Τό Ψαλτήριο «ήταν μουσικό όργανο μέ δέκα χορδές. Ήταν όρθιο καί ίσο καί τήν αιτία καί αφορμή τών φθόγγων του ελάμβανε από τό πάνω μέρος».
Κατά τόν Μέγα Βασίλειο, «αυτή είναι καί η διαφορά τού ψαλτηρίου από τήν κιθάρα. Δηλαδή στήν κιθάρα ο ήχος παράγεται από τό κάτω μέρος της, ενώ στό ψαλτήριο, από τό άνω μέρος του».
Τό Ψαλτήριο, ως μουσικό όργανο, υπήρχε καί πρίν από τόν Δαβίδ, αλλά ο Δαβίδ «από άτεχνον καί ιδιωτικόν, πού τό μεταχειρίζονταν στήν διαποίμανση τών προβάτων, τό κατασκεύασε καί τό συνήρμοσε επί τό τεχνικότερον».
Ψαλτήριο, όμως, ονομάσθηκε καί τό βιβλίο πού περιέχει τούς ψαλμούς τού Δαυΐδ, επειδή, όπως αναφέρει ο Μέγας Βασίλειος, «άν καί υπάρχουν πολλά μουσικά όργανα, εν τούτοις ο Προφήτης Δαυΐδήρμοσε τήν βίβλο τών ψαλμών μέ τό λεγόμενο Ψαλτήριο». Καί συνεχίζει λέγοντας ότι
«πιστεύω ότι τό έκανε αυτό γιά νά φανερώση τήν Χάρη τού Αγίου Πνεύματος, η οποία ενηχεί σέ αυτό εκ τών άνω, όπως καί τό μουσικό όργανο τήν αιτία τών φθόγγων του τήν έχει εκ τών άνω».
Τό βιβλίο τών ψαλμών ομοιάζει κατά κάποιο τρόπο μέ κλίμακα, η οποία οδηγεί τόν άνθρωπο από τά χαμηλότερα στά υψηλότερα καί τόν προετοιμάζει βαθμηδόν γιά τήν συνάντησή του μέ τόν Θεό. Οι Εβραίοι διαιρούσαν τό βιβλίο τών ψαλμών σέ πέντε μέρη:
α) από τόν 1 ψαλμό μέχρι τόν 40′, β) από τόν 41 ψαλμό μέχρι τόν 71, γ) από τόν 72 ψαλμό μέχρι τόν 88, δ) από τόν 89 ψαλμό μέχρι τόν 105 καί ε) από τόν 106 ψαλμό μέχρι τό τέλος (150 ψαλμό).
Η διαίρεση αυτή συνδέεται μέ τη θεωρητική ανάβαση, όπως τονίζει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ο οποίος λέγει τά παρακάτω αξιοπρόσεκτα:
«Τό μέν πρώτον τμήμα βοηθά τόν άνθρωπο νά απομακρυνθή από τήν κακία, καί γι’ αυτό αρχίζει μέ τό «Μακάριος ανήρ ός ουκ επορεύθη εν βουλή ασεβών, καί εν οδώ αμαρτωλών ουκ έστη καί επί καθέδρα λοιμών ουκ εκάθησεν».
Τό δεύτερον τμήμα βοηθά τόν άνθρωπο νά διψάση τό αγαθό καί νά τό αναζητή, όπως αναζητεί τό νερό τό διψασμένο ελάφι, καί γι’ αυτό αρχίζει από τόν ψαλμό πού λέγει «όν τρόπον επιποθεί η έλαφος επί τάς πηγάς τών υδάτων, ούτως επιποθεί η ψυχή μου πρός σέ ο Θεός».
Τό τρίτον τμήμα κάνει τόν άνθρωπον θεωρητικόν τής φύσεως τών όντων, καί γι’ αυτό αρχίζει έτσι: » Ως αγαθός ο Θεός τώ Ισραήλ» καί «κτηνώδης εγενήθην παρά σοί», όταν, δηλαδή, θεωρούσα ως αγαθό τά πρόσκαιρα πράγματα τού παρόντος βίου. Τώρα όμως, πού όρμησα πρός τά άφθαρτα καί αόρατα, είμαι μαζί σου.
Τό τέταρτον τμήμα δέν αφήνει πλέον τόν άνθρωπο νά είναι κοινός, αλλά τόν συνάπτει μέ τόν Θεό καί τόν κάνει άνθρωπο τού Θεού, καί γι’ αυτό η αρχή του, δηλαδή ο 89ος ψαλμός, επιγράφεται «Προσευχή Μωϋσή, ανθρώπω τού Θεού».
Τό δέ πέμπτον τμήμα ανεβάζει τόν άνθρωπο στό υψηλότερο μέρος τής αναβάσεως, όπου ευρίσκεται όλη η συμπλήρωση τής ανθρωπίνης σωτηρίας. «Πάσα, φησί, πνοή αινεσάτω τόν Κύριον», διότι τό τελευταίο τμήμα τών ψαλμών τελειώνει σέ αυτό τό ρητό». …. Tο «Ψαλτήριον», αν και είναι ποίημα που γράφηκε πριν την έλευση του Θεού στον κόσμο, ευφραίνει τις ψυχές όλων των ανθρώπων, που λάτρευσαν (εν τω καιρώ του Νόμου) και λατρεύουν (εν τω καιρώ της χάριτος) τον Θεό, και παραμένει στους αιώνες το προσφιλέστερο μελώδημα των καρδιών όλων όσοι «αινούσι τον Θεόν εν εκκλησίαις και εν τοις ταμείοις αυτών, τον μόνον Υπερύμνητον.
Η λέξη «ψαλμός» προέρχεται από το ρήμα «ψάλλω» που σημαίνει υμνώ μελωδικά τον Θεό, προσφέρω στον Θεό λατρεία με ύμνους μελωδικούς, τραγουδώ με άσματα τον Θεό, λατρεύω τον Κύριο υμνώντας Αυτόν με ψαλμωδίες.
Ο Δαυΐδ ο Βασιλέας και Προφήτης είναι ο ποιητής των εκατό πενήντα (150) ψαλμών που συμπεριλαμβάνονται στο γνωστό και προσφιλές σε όλους τους πιστούς της Εκκλησίας «Ψαλτήριον». Το «Ψαλτήριον» χωρίζεται σε πέντε μέρη, σε συσχέτιση με την Πεντάτευχο του Μωσαϊκού νόμου.
Η Εκκλησία μας από τους πρώτους αιώνες της Λατρείας χρησιμοποίησε το «Ψαλτήριον» για να υμνήσει τον Θεό, στις κοινές συνάξεις των πιστών, που γίνονταν στους «οίκους του Κυρίου» δηλαδή στους Ιερούς Ναούς. Και μάλιστα οι πιστοί είχαν πολλή ευλάβεια τους ψαλμούς και ευχαριστούνταν από την ακρόασή τους, σε σημείο να στέκονται όρθιοι, όταν γινόταν η απαγγελία τους.
Γι’ αυτό καθιέρωσαν τα λεγόμενα «Καθίσματα» δηλαδή τα μικρά ψαλλόμενα τροπάρια που μεσολαβούν μεταξύ της κάθε ενότητας του ψαλτηρίου, ώστε να κάθονται για λίγο οι πιστοί. Απ’ αυτά τα τροπάρια έλαβαν την ονομασία «Καθίσματα» οι είκοσι (20) ενότητες του «Ψαλτηρίου», που διαβάζονται στην Εκκλησία μας (κυρίως στα Μοναστήρια) κάθε εβδομάδα μία φορά πλήρως και την Μεγάλη Τεσσαρακοστή δύο φορές.
Εκτός όμως από τον καθιερωμένο τρόπο της απαγγελίας του «Ψαλτηρίου» χύμα (ανάγνωση), πολλοί στίχοι των ψαλμών, ψάλλονται στη Θεία Λατρεία.
Όπως παραδείγματος χάριν το «προκείμενο» του Εσπερινού που ψάλλεται μετά την «Επιλύχνιον Ευχαριστίαν» δηλαδή το «Φως ιλαρόν…»κατά τις καθημερινές και τις μεγάλες Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές. Ομοίως και τα «προκείμενα» που ψάλλονται στην Μικρή Είσοδο της Θείας Λειτουργίας, καθώς και τα «Κοινωνικά» δηλαδή οι ύμνοι που ψάλλονται λίγο πριν κοινωνήσουν οι πιστοί.
Όλες οι ακολουθίες του νυχθημέρου απαρτίζονται και πλαισιώνονται με τους ψαλμούς του Δαυΐδ. Οι στίχοι που μεσολαβούν μεταξύ των «Στιχηρών» και των «Αποστίχων» του Εσπερινού, καθώς και μεταξύ των «Στιχηρών των Αίνων» ή των «Αποστίχων» τους στην Ακολουθία του Όρθρου, προέρχονται από το «Ψαλτήριον».
Το πρώτο μέρος της Ακολουθίας του Αποδείπνου αποτελείται από ψαλμούς. Ομοίως και οι «Ώρες» της Εκκλησίας μας (Πρώτη, Τρίτη, Έκτη και Ενάτη) στο μεγαλύτερό τους μέρος απαρτίζονται από ψαλμούς. Ακόμη και στην Ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως, που προετοιμάζει τους πιστούς για τη συμμετοχή τους στην Τράπεζα των Φρικτών Μυστηρίων, έχει συμπεριληφθεί ένα μικρό μέρος των ψαλμών.
Πολλοί από τους ψαλμούς έχουν μελοποιηθεί και καλύπτουν τις Λειτουργικές ανάγκες, συμπεριλαμβανόμενοι στις Ακολουθίες της Εκκλησίας, όπως π.χ. οι λεγόμενοι «Πολυέλεοι» που ψάλλονται κατά τις μεγάλες Εορτές και κατά τις Ιερές Αγρυπνίες, αμέσως μετά την Ανάγνωση του «Ψαλτηρίου» του Όρθρου, και είναι στίχοι ψαλμών που σχετίζονται με το θέμα της εκάστοτε Εορτής.
Το «Ψαλτήριον του Δαυΐδ» είναι ένας πολύτιμος θησαυρός για την Εκκλησία μας γιατί πλουτίζει την Λατρεία και την Υμνολογία της και όταν διαβάζεται και όταν ψάλλεται. Τέρπει τους πιστούς, τους ενισχύει στον αγώνα τους κατά των αοράτων εχθρών και στερεώνει την αγάπη τους προς τον Θεό. ΟρθΑπαντ πηγές α) της ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ,ΜΟΥΣΙΚΗΣ, ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ εκκλησία της ελλάδος (ecclesia.gr)
Η παράδοση της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής είναι τεράστια. Μελωδίες εσωτερικές, κατανυκτικές, πέραν του κόσμου τούτου, σαν το "μυστηριώδες" Τεριρέμ. Την άρρητη φωνή των αγγέλων.
Ακόμη κι αν δεν είναι κανείς γνώστης ή λάτρης της βυζαντινής μουσικής σ' αυτές τις μελωδίες θα ανακαλύψει μια συγκίνηση εξαιρετική, "πέραν του κόσμου τούτου", θα πιστέψει ότι για λίγο ακούει τους αγγέλους να ψιθυρίζουν... (από τη συγκλονιστική φωνή του πατέρα Νικόδημου Καβαρνού).
Σύστημα ύμνων, που ψάλλονται λίγο πριν και κατά την τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.
Οι γνωστοί ύμνοι «Πατέρα Υιόν», «Έλεον ειρήνης», «Άγιος Άγιος Κύριος, Σαβαώθ (ο Επινίκιος Ύμνος), «Αμήν», «Σε Υμνούμεν». Είναι μελοποιημένα σε όλους τους ήχους και με διάφορους τρόπους από τους νεώτερους κυρίως μελοποιούς.
2. Τα Ευλογητάρια:
Oι τόσο γνωστοί ύμνοι στους οποίους προτάσσεται ο στίχος «Ευλογητός ει Κύριε». Έχουμε δύο ειδών ευλογητάρια: Τα αναστάσιμα, που ψάλλονται τις Κυριακές στον Όρθρο, το Σάββατο του Λαζάρου και το Μ. Σάββατο, και τα νεκρώσιμα που ψάλλονται όταν τελείται κηδεία αλλά και στα μνημόσυνα.
3. Καθίσματα:
Ύμνοι που ψάλλονται στον Όρθρογια να δοθεί η ευκαιρία στους πιστούς να κάθονται για λίγο.
4. Στιχηρά:
Τροπάρια μπροστά από τα οποία εκφωνούνται εμμελώς στίχοι: π.χ.στον Όρθρο ψάλλονται τα στιχηρά των Αίνων (Ψαλμοί 148, 149, 150). Στον Εσπερινόεπίσης σε κάθε ένα από τα τροπάρια προηγείται ψαλμικός στίχος (οι δύο τελευταίοι στίχοι του 141ου Ψαλμού και οι στίχοι του 129ου Ψαλμού). Γι΄αυτό και ονομάζονται Στιχηρά του Εσπερινού. Τα στιχηρά μπορεί να είναι αυτόμελα, προσόμοια και ιδιόμελα. Έχουμε επίσης τα στιχηρά ιδιόμελα της λιτής, που ψάλλονται χωρίς στίχο.
5. Απόστιχα:
Ομάδες τροπαρίων, που ψάλλονται κατά τον εσπερινό μετά τα στιχηρά και κατά τον Όρθρο μετά από τους Αίνους. Ονομάζονται έτσι γιατί οι προτασσόμενοι στίχοι παίρνονται κατ’ εκλογήν από διάφορους ψαλμούς της Παλαιάς Διαθήκης, συνήθως προφητικού χαρακτήρος, σε αντίθεση προς τα στιχηρά, όπου οι προτασσόμενοι στίχοι λαμβάνονται από έναν και μόνο ψαλμό, μολονότι αυτό δεν είναι πάντοτε ακριβές. Ονομάζονται και Αποστιχίς.
6. Κεκραγάρια: Eίναι οι γνωστοί ύμνοι του Εσπερινού«Κύριε, εκέκραξα προς Σε» και «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου» από τον 140ο Ψαλμό. Σήμερα με το όνομα Κεκραγάρια ονομάζουμε και τα τροπάρια που ακολουθούν τους πιο πάνω στίχους.
7. Κοινωνικά:
Με το όνομα αυτό είναι γνωστοί σύντομοι ύμνοι κυρίως από ψαλμούς της Π. Διαθήκης, που ψάλλονται στη Θεία Λειτουργία, την ώρα της Μετάληψης των Αχράντων Μυστηρίων. Πρώτα κοινωνεί το ιερατείον εντός του Αγίου Βήματος.
Oι πιστοί προσέρχονται για να μεταλάβουν μετά το «Αλληλούια» και την εκφώνηση «Μετά φόβου Θεού πίστεως….».
Είναι ύμνοι, που ψάλλονται σε αργό μέλος γι΄αυτό και ανήκουν στο Παπαδικό είδος.
Έχουμε τριών ειδών κοινωνικά:
α) Των Κυριακών, με το γνωστό κείμενο «Αινείτε τον Κύριον εκ των ουρανών, αλληλούια»,
β) Της εβδομάδος, με κείμενο διαφορετικό για την κάθε μέρα, και
γ) Τα κοινωνικά ολοκλήρου του χρόνου: Tων Δεσποτικών, των Θεομητορικών εορτών και των εορταζομένων αγίων με ανάλογο κείμενο για την κάθε περίπτωση.
8. Χερουβικά:
Ο Χερουβικός ύμνος ψάλλεται κατά τη Μεγάλη Είσοδο της Θείας Λειτουργίας και αρχίζει με τη φράση «Οι τα Χερουβείμ μυστικώς εικονίζοντες». Ψάλλεται σε αργό μέλος (ανάλογα με τις λειτουργικές ανάγκες που καλύπτει), γι΄αυτό και ανήκει στο Παπαδικό είδος. Μελωδίες των Χερουβικών έχουν διασωθεί τόσο στην παλαιά όσο και στη νέα σημειογραφία.
Όλοι οι μεγάλοι υμνογράφοι και μελοποιοί γενικά έχουν γράψει Χερουβικούς Ύμνους. Ανάλογα με τη διάρκειά τους μπορούμε να κατατάξουμε τα Χερουβικά σε σύντομα, αργοσύντομα και αργά.
Τη Μ. Πέμπτη, αντί του Χερουβικού, ψάλλεται «Του Δείπνου σου του Μυστικού» και το Μ. Σάββατο ο αρχαιότατος ύμνος «Σιγησάτω πάσα σάρξ βροτεία».
Στις Λειτουργίες των Προηγιασμένων ψάλλεται το «Νυν αι δυνάμεις των ουρανών».
Η απάντηση από την κα Λυγία Κωνσταντινίδου Ιεροψάλτης-Διπλωματούχος Βυζαντινής Μουσικής (από άρθρο της στην εφημερίδα «Σημερινή») 9. Αντίφωνα:
Eίναι ύμνοι που ψάλλονται και από τους δύο χορούς διαδοχικά π.χ τα σύντομα τροπάρια της Θείας Λειτουργίας: «Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου..» και «Σώσον ημάς Υιέ Θεού..». Πολύ αγαπητά είναι αυτά των ομάδων των Αναστάσιμων Αναβαθμών του ΄Ορθρου και τα 15 Αντίφωνα της Μεγάλης Παρασκευής, που ψάλλονται πριν από τον Κανόνα.
10. Αναβαθμοί:
Πρόκειται για 75 μικρά τροπάρια, που ψάλλονται στον Όρθρο κάθε Κυριακής «κατ΄αντιφωνίαν» (εναλλάξ από τους δύο χορούς των ψαλτών) σύμφωνα με τον ήχο της Εβδομάδας, μετά την Υπακοή. Αποδίδονται στον Θεόδωρο τον Στουδίτη. Κάθε αντίφωνο έχει τρεις αναβαθμούς. Κάθε ήχος έχει τρία αντίφωνα –κατά συνέπεια εννέα αναβαθμούς- εκτός από τον Πλάγιο Δ΄ήχο που έχει τέσσερα αντίφωνα και δώδεκα αναβαθμούς. Την ονομασία τους οφείλουν στους 15 αναβαθμούς του 18ου καθίσματος του Ψαλτηρίου (Ψαλμοί 119-133, ωδές των Αναβαθμών), που τους αντικατέστησαν. 11. Υπακοή:
Σήμερα Υπακοή λέγεται το τροπάριο που διαβάζεται μετα την Γ΄Ωδή του Κανόνος του Όρθρου. Ωστόσο, παλαιότερα ο τρόπος του να ψάλλει κανείς «καθ΄υπακοήν» είχε άλλη έννοια.
Ο Εξάψαλμος αποτελείται από έξι Ψαλμούς της Παλαιάς Διαθήκης. Αναγινώσκεται στην αρχή του Όρθρου.
Ο Εξάψαλμοςαποτελείται από από τους εξής ψαλμούς:
3ος: Εικονίζει την σταθερή ελπίδα της ψυχής στο Θεό. 37ος: Θρήνος της ψυχής για το βάρος των αμαρτιών. 62ος: Απαλή παρηγορητική πρωϊνή προσευχή. 87ος: Δέηση ψυχής τσακισμένης από τις συμφορές. 102ος: Προσευχή ευγνωμοσύνης για τις ευεργεσίες του Θεού. 142ος: Θερμή παράκληση βοήθειας.
Ο Εξάψαλμοςείναι η κατανυκτική ανάγνωση (όλοι όρθιοι) των 6 παραπάνω από τους 150 ψαλμούς , τους περισσότερους από αυτούς τους έγραψε ο Δαβίδ. Είναι συγχρόνως ύμνος, δέηση, προφητεία.
Κύριε, εις πόσον αμέτρητον πλήθος έχουν αυξηθή οι εχθροί, που με καταθλίβουν! Πολλοί έχουν εξεγερθή και επαναστατήσει εναντίον μου.
Πολλοί είναι εκείνοι, που επιβουλεύονται την ζωήν μου και λέγουν· “Δεν υπάρχει πλέον δι' αυτόν καμμία σωτηρία εκ μέρους του Θεού του”. Συ όμως, Κυριε, είσαι ο βοηθός και ο προστάτης μου. Συ είσαι η ζωή και η δόξα μου, που θα με δοξάσης πάλιν και θα σηκώσης υψηλά το κεφάλι μου, ενώ τώρα το κρατώ σκυμμένο από την εντροπήν. Κατά το παρελθόν πολλές φορές, με φωνήν ισχυράν εφώναξα προς τον Κυριον και εζήτησα την βοήθειάν του, και εκείνος με ήκουσεν από το όρος Σιών, από το άγιον αυτού κατοικητήριον (διάψαλμα). Δια τούτο και τώρα, βέβαιος ότι ο Κυριος θα εισακούση την προσευχήν μου, εκοιμήθην, έπεσα εις ήρεμον και αναπαυτικόν ύπνον. Εσηκώθηκα από τον ύπνον ειρηνικός και αισιόδοξος, διότι ο Κυριος θα με βοηθήση ασφαλώς και θα με προστατεύση. Δεν θα φοβηθώ από αναρίθμητα πλήθη εχθρικού λαού, που με έχουν περικυκλώσει από όλα τα σημεία και επιτίθενται όλοι μαζή εναντίον μου. Σηκω επάνω, Κυριε, σώσε με από τους εχθρούς μου, συ ο Θεός μου. Διότι είμαι βέβαιος πλέον ότι έχεις συντρίψει όλους αυτούς, που με εχθρεύονται χωρίς λόγον και αιτίαν. Θεωρώ ως τετελεσμένον γεγονός, ότι συνέτριψες τα δόντια των αμαρτωλών, που ωσάν άγρια θηρία έρχονται να με κατασπαράξουν. Από σε λοιπόν τον Κυριον περιμένω την σωτηρίαν μου, η δε ευλογία σου θα σταλή επάνω στον λαόν, που είναι ιδικός σου.
Κυριε, μη με ελέγξης και μη, επάνω εις την δικαίαν οργήν σου, με τιμωρήσης δια τας πράξεις μου. Μη χρησιμοποίησης την παιδαγωγικήν σου ράβδον οργισμένος εναντίον μου. Διότι τα βέλη των πόνων και των τιμωριών έχουν εμμηχθή μέσα στο σώμα μου και βαρύ έχεις αφήσει να πέση επάνω μου το παντοδύναμο χέρι σου. Δεν υπάρχει κανένα μέλος του σώματός μου υγιές, εξ αιτίας της δικαίας οργής σου εναντίον μου. Δεν υπάρχει γαλήνη και ανάπαυσις εις τα κόκκαλά μου εξ αιτίας των δύο μεγάλων αμαρτιών μου. Διότι αι αμαρτίαι μου αυταί είναι τόσον μεγάλαι, ώστε ωσάν πελώρια κύματα επλημμύρισαν επάνω από το κεφάλι μου και ως βαρύ φορτίον καταθλίβουν και καταπιέζουν την ψυχήν μου. Τα εξ αιτίας της αφροσύνης μου τραύματα των αμαρτιών μου εβρώμισαν και εσάπησαν. Εχω ταλαιπωρηθή και καταβληθή. Ελύγισαν τα γόνατά μου, εκυρτώθην τελείως. Ολην την ημέραν σύρω μετά δυσκολίας τα βήματά μου, σκυθρωπός και λυπημένος. Διότι οι νεφροί μου, το κέντρον αυτό των επιθυμιών, εγέμισαν από έλκη και πόνους, τα οποία προκαλούν την αηδίαν και περιφρόνησιν. Δεν υπάρχει μέρος υγιές εις την σάρκα μου. Εκακοπάθησα και εταλαιπωρήθην και εξηυτελίσθην πάρα πολύ. Βαθείς και συνεχείς αναστεναγμοί βγαίνουν από την οδυνωμένην καρδίαν μου, ωσάν βρυχηθμοί λέοντος πληγωμένου. Κυριε, ολοφάνερη εμπρός σου είναι η επιθυμία μου, η επιθυμία της σωτηρίας. Ο δε κατάπικρος στεναγμός της καρδίας μου δεν είναι άγνωστος και κρυμμένος από σέ. Η καρδία μου είναι ταραγμένη. Παλλει με ορμήν. Η ψυχική και η σωματική δύναμίς μου με εγκατέλιπε και το φως των οφθαλμών μου και αυτό σβήνει πλέον· το έχασα, δεν το έχω πλέον. Οι φίλοι μου και όλοι οι γνωστοί μου με επλησίασαν, αλλά εσταμάτησαν εις απόστασιν, και οι πλησιέστεροι από τους συγγενείς μου εστάθησαν πολύ μακράν. Κανείς δεν προθυμοποιείται να με βοηθήση. Μέσα στον πόνον μου και την εγκατάλειψίν μου αυτήν οι εχθροί μου φέρονται απέναντί μου με βιαιότητα και σκληρότητα. Εκείνοι οι οποίοι επιζητούν τον θάνατόν μου, εκείνοι που θέλουν και ευφραίνονται εις την δυστυχίαν μου, ελάλησαν λόγους συκοφαντικούς και ολεθρίους εναντίον μου. Χαιρεκακούν δια την κατάστασίν μου. Συγχρόνως δε καταστρώνουν δόλια σχέδια και στήνουν παγίδας ολέθρου όλην την ημέραν, δια να με εξοντώσουν. Αλλά εγώ, ως εάν ήμην κωφός, δεν ήκουα όσα εκείνοι έλεγαν εναντίον μου. Ως εάν ήμουν βωβός και άλαλος, ωσάν να μη ημπορούσα να ανοίξω το στόμα μου, δεν απαντούσα καθόλου εις αυτούς. Και έγινα έτσι σαν άνθρωπος, που δεν ακούει καθόλου και που δεν έχει στο στόμα του δικαίας αντιρρήσεις και λόγους αποστομωτικούς εναντίον εκείνων, που τον κατηγορούν. Δεν απαντώ στους εχθρούς μου, διότι εγώ εις σε έχω στηρίξει τας ελπίδας μου, Κυριε. Εχω πεποίθησιν ότι θα ακούσης ευμενώς την προσευχήν μου και θα σπεύσης εις την βοήθειάν μου. Δια τούτο και είπα από μέσα μου· Βοήθησέ μέ, Κυριε, και μη επιτρέψης να δοκιμάσουν μοχθηράν χαράν εις βάρος μου οι εχθροί μου, ούτε να κομπορρημονούν, εάν με βλέπουν να τρικλίζω κάτω από το βάρος της θλίψεως. Διότι εγώ είμαι πρόθυμος να υποστώ τας δικαίας τιμωρίας σου δια την αμαρτίαν μου. Ο δε φοβερός πόνος δια την πτώσιν μου είναι πάντοτε ενώπιόν μου, δεν παύει να διατρυπά την καρδίαν μου. Συντετριμμένος από το βάρος της ενοχής μου θα εξομολογηθώ ενώπιον όλων την αμαρτίαν μου και θα καταβάλω κάθε προσπάθειαν να απαλλαγώ από αυτήν, και ουδέποτε πλέον να την επαναλάβω. Οι εχθροί μου όμως ζουν, είναι υγιείς, κινούνται δραστηρίως, είναι ισχυρότεροί μου. Και αυτοί οι οποίοι με μισούν αδίκως, έχουν πληθυνθή. Αυτοί, οι οποίοι ανταποδίδουν εις εμέ κακόν αντί του καλού, που τους έκαμα, με συκοφαντούν, διότι εγώ θέλω πάντοτε το αγαθόν, το σύμφωνον με το θέλημά σου. Μη με εγκαταλίπης, Κυριε και Θεέ μου, μη απομακρύνεσαι από εμέ. Σπεύσε, Κυριε, εις την βοήθειάν μου, συ που είσαι η μοναδική μου σωτηρία. Ψαλμὸς (62) (ξβ') τῷ Δαυῒδ ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς Ἰδουμαίας.
Θεέ, Συ ο Θεός μου, από πολύ πρωϊ, από τα χαράματα προσεύχομαι προς σέ. Σε διψά και σε ποθεί η ψυχή μου. Ποσες φορές και αυταί αι αισθήσεις του σώματός μου, εις την έρημον αυτήν χώραν την δύσδατον και άνυδρον επόθησαν να ίδουν και να απολαύσουν τον άγιόν σου ναόν!
Με την δίψαν αυτήν επαρουσιαζόμην σωματικώς και ψυχικώς άλλοτε στον ιερόν σου τόπον, δια να ίδω και σκεφθώ την δύναμίν σου και την δόξαν σου. Σε επόθησα και σε ποθώ σφοδρώς, Κυριέ μου, διότι το έλεός σου είναι ανώτερον από χιλιάδας και χιλιάδας ζωάς. Τα χείλη μου θα σε υμνούν και θα σε δοξολογούν. Με τον αυτόν τρόπον θα σε ευλογώ και θα σε δοξολογώ καθ' όλον το διάστημα της ζωής μου και μόνον στο Ονομά σου θα υψώνω τας χείράς μου, και προς σε θα προσεύχωμαι. Με την χαράν και την ευφροσύνην της προσευχής θα χορταίνη και θα ευφραίνεται η ψυχή μου, όπως θα ηυφραίνετο το σώμα, όταν θα έτρωγε λιπαρά και νόστιμα φαγητά. Με χείλη πλημμυρισμένα από αγαλλίασιν θα σε υμνή τότε το στόμα μου. Οταν, καθώς πέφτω κατά την νύκτα στο στρώμα μου, σε ενθυμούμαι και κοιμώμαι με την παράστασιν του μεγαλείου σου, τότε πολύ πρωϊ θα εξυπνώ και θα μελετώ τα μεγαλεία σου και θα σε δοξολογώ. Διότι συ κατά το παρελθόν υπήρξες βοηθός και στο μέλλον θα δοκιμάζω αγαλλίασιν και χαράν ευρισκόμενος κάτω από την σκέπην των πτερύγων σου. Προσεκολλήθη πάντοτε η ψυχή μου προς σέ. Συ δε ήπλωσες την δεξιάν σου χείρα και με εστήριξες, με καθωδήγησες και με επροστάτευσες. Αυτοί δε οι εχθροί μου, οι οποίοι με πολεμούν, ματαίως προσεπάθησαν να αφαιρέσουν την ζωήν μου. Θα αποτύχουν στο έργον των, αλλά και οι ίδιοι θα φονευθούν και θα κατέλθουν στον άδην, εις τα βάθη της γης. Θα παραδοθούν εις σφαγήν ρομφαίας, τα σώματά των άταφα θα γίνουν τροφή δια τας αλώπεκας. Εγώ όμως ο βασιλεύς θα ευφρανθώ με την προστασίαν και την χαράν, την οποίαν ο Θεός μου δίδει. Και καθένας, ο οποίος ορκίζεται στον αληθινόν Θεόν, θα δοξασθή. Εξ αντιθέτου θα φραγή και θα κλείση το στόμα εκείνων, οι οποίοι λαλούν αδικίας και ψεύδη.
Κύριε, ο Θεός και σωτήρ μου, προς σε έκραξα όλην την ημέραν και την νύκτα όρθιος ενώπιόν σου προσευχόμενος.
Είθε να ανοίξη η θύρα του ελέους σου, δια να εισέλθη ενώπιόν σου η προσευχή μου. Κλίνε το αυτί σου, δια να ακούση τα λόγια της δεήσεώς μου. Διότι υπερεπλημμύρισεν η καρδία μου από συμφοράς και η ζωη μου έχει φθάσει εις το χείλος του άδου. Θεωρούμαι πλέον όμοιος με εκείνους, οι οποίοι κατέρχονται στον βαθύν λάκκον του τάφου. Εγινα άνθρωπος αβοήθητος, ερριμμένος ανάμεσα στους νεκρούς, μακράν από κάθε επικοινωνίαν με τους ζώντας. Είμαι ωσάν τους θανασίμως τραυματισμένους άνδρας, οι οποίοι κοιμώνται την νάρκην του θανάτου στον τάφον, και τους οποίους δεν ενθυμείσαι πλέον ως ζωντανούς, αλλά τους απώθησες μακράν από την προστασίαν σου. Οι πόνοι και αι συμφοραί μου με εβύθισαν στον βαθύτατον λάκκον του θανάτου, εις τας σκοτεινάς περιοχάς του άδου, όπου βασιλεύει η σκια του θανάτου. Βαρύς έπεσεν επάνω μου ο θυμός σου και όλα τα κύματα της οργής σου τα αφήκες να εκσπάσουν εναντίον μου. Απεμάκρυνες από εμέ τους γνωστούς μου, με εσιχάθησαν και με αηδίασαν. Παρεδόθην εις την δυστυχίαν και δεν ημπορώ πλέον να απαλλαγώ από αυτήν. Τα μάτια μου αδυνάτισαν, εθάμπωσαν από τας ταλαιπωρίας και από τα πολλά μου δάκρυα. Εκραξα προς σέ, Κυριε, προσευχόμενος όλην την ημέραν. Απλωσα και ύψωσα προς σε τα χέρια μου. Βοήθησέ με, Κυριε, πριν η αποθάνω. Μηπως, τάχα, και θα δείξης τα θαυμαστά σου έργα στους νεκρούς, και εις εμέ όταν αποθάνω; Η μήπως οι ιατροί ημπορούν να αναστήσουν τους νεκρούς, δια να σε δοξολογήσουν; Μηπως επίσης είναι δυνατόν να διηγηθή κανείς το έλεός σου και την αλήθειάν σου μεταξύ των νεκρών κάτω εις τον άδην; Μηπως και είναι δυνατόν να γίνουν γνωστά τα θαυμαστά σου έργα εις τας σκοτεινάς περιοχάς του άδου και τα έργα της δικαιοσύνης σου εις την λησμονημένην χώραν των νεκρών; Δια τούτο και εγώ, Κυριε, τώρα που ευρίσκομαι ακόμη εν τη ζωή, έκραξα καθ' όλον το διάστημα της νυκτός προς σέ· και το πρωϊ η προσευχή μου θα σε προφθάση. Διατί, Κυριε, απωθείς την ψυχήν μου, και γυρίζεις αλλού το πρόσωπόν σου, μακράν από εμέ; Εγώ είμαι πτωχός και ανάμεσα εις κόπους έχω ζήσει από την νεότητά μου. Οταν δε κοινωνικώς και υλικώς εξυψώθην, εταπεινώθηκα και πάλιν κατόπιν και περιέπεσα εις αμηχανίαν και απορίαν. 'Επέρασαν από επάνω μου αι οργαί σου, αι φοβεραί απειλαί σου με συνεκλόνισαν, αυταί με περιεκύκλωσαν ωσάν ύδωρ όλην την ημέραν, με περιέβαλαν ταυτοχρόνως από παντού. Εμάκρυνες από εμέ όλους τους φίλους μου και τους γείτονάς μου και γενικώς όλους τους γνωστούς μου εξ αιτίας της δυστυχίας μου. Τῷ Δαυῒδ (102) (ρβ'). Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον καί, πάντα τὰ ἐντός μου, τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ·
Ω ψυχή μου, δοξολόγει ακατάπαυστα τον Κυριον, και όλαι αι εσωτερικαί μου δυνάμεις, ο νους και η καρδία μου, ας δοξολογούν το άγιον όνομά του, δια τα μεγαλεία και τας πολλάς του ευεργεσίας.
Δοξολόγει, ω ψυχή μου, τον Κυριον και μη λησμονής ποτέ καμμίαν από τας ευεργεσίας του προς σέ. Δοξολόγει τον Θεόν σου, ο οποίος σου συγχωρεί όλας τας ανομίας, θεραπεύει όλας τας σωματικάς και πνευματικάς ασθενείας σου. Αυτόν, που λυτρώνει και απαλλάσσει την ζωήν σου, πολλές φορές, από την φθοράν του θανάτου και του άδου και περικοσμεί πάντοτε την κεφαλήν σου, ωσάν με λαμπρόν στέφανον, με το πλήθος του ελέους και των οικτιρμών του. Δοξολόγησε τον Κυριον, ο οποίος χορταίνει με όλα τα αγαθά τας ευγενείς επιθυμίας σου, ώστε η νεανική σου ηλικία και ακμή να ανανεώνεται πάντοτε, όπως του αετού. Ο Κυριος είναι εκείνος, που πάντοτε κάνει έργα ελέους και ευσπλαγχνίας και αποδίδει το δίκαιον εις όλους τους αθώους ανθρώπους, που αδικούνται. Αυτός κατέστησεν στον Μωϋσήν γνωστούς όλους τους τρόπους της ενεργείας του δια την απελευθέρωσιν του ισραηλιτικού λαού, εις δε τον ισραηλιτικόν λαόν εφανέρωσε το θέλημά του. Ο Κυριος είναι οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και γεμάτος από ελέη. Δεν οργίζεται, δια να μας καταστρέψη τελείως, ούτε κρατεί αιωνίαν την οργήν του. Δεν μας ετιμώρησέ ποτέ ανάλογά με την βαρύτητα και το πλήθος των ανομιών μας, ούτε και σύμφωνα με τας αμαρτίας μας ανταπέδωκεν εις ημάς την πρέπουσαν τιμωρίαν. Διότι, όσον απροσμέτρητον είναι το ύψος του ουρανού από την γην, τόσον μέγα και κραταιόν, τόσον αμέτρητον είναι το έλεος του Θεού προς εκείνους που τον φοβούνται και τον ευλαβούνται. Οσον απροσμέτρητος είναι η απόστασις της ανατολής από την δύσιν, τόσον απεμάκρυνεν από ημάς ο Θεός τας αμαρτίας μας, ώστε να είμεθα απηλλαγμένοι από αυτάς. Οπως ευσπλαγχνίζεται ο στοργικός πατήρ τα παιδιά του, έτσι και ο Κυριος σπλαγχνίζεται πάντοτε εκείνους, που τον φοβούνται. Διότι αυτός γνωρίζει από τι επλάσθημεν, έχει πάντοτε υπ' όψιν του, ότι είμεθα πλασμένοι από το ευτελές χώμα της γης. Αι ημέραι του ανθρώπου ομοιάζουν με το εφήμερον χόρτον του αγρού. Ετσι και αυτός σαν το άνθος του αγρού ανθίζει και φαίνεται επ' ολίγον εις την γην. Οταν δε καυστικός άνεμος περάση από το άνθος, το καταστρέφει, το εξαφανίζει και έτσι αυτό δεν υπάρχει πλέον, δεν αφήνει κανένα ίχνος στον τόπον του, ώστε κανείς να μη ξέρη, που είχε αυτό προηγουμένως φυτρώσει. Ετσι και ο άνθρωπος έρχεται και παρέρχεται και γρήγορα λησμονείται. Η ευσπλαγχνία όμως του Κυρίου απλώνεται εις αιώνας αιώνων προς τους ανθρώπους εκείνους, οι οποίοι τον φοβούνται. Και η δικαιοσύνη του, φρουρός ασφαλής, παραμένει εις όλας τας γενεάς των ανθρώπων. Των ανθρώπων εκείνων, οι οποίοι φυλάσσουν τον Νομον του και έχουν πάντοτε στον νουν και την καρδίαν των τας εντολάς του, δια να τας τηρούν και συμμορφώνωνται προς αυτάς. Ο Κυριος ητοίμασε και εστερέωσε τον θρόνον του υψηλά στον ουρανόν και η βασιλεία του κυριαρχεί επί του σύμπαντος. Δοξολογείτε, λοιπόν, τον Κυριον όλοι οι άγγελοι αυτού, σεις οι οποίοι είσθε ισχυροί, ώστε να πράττετε το θέλημά του, πρόθυμοι να ακούετε και να εκτελήτε την διαταγήν των λόγων του. Ευλογείτε τον Κυριον όλαι αι στρατιαί των αγγελικών δυνάμεων, οι λειτουργοί αυτού, όλοι όσοι τηρούν το θέλημά του. Ευλογείτε τον Κυριον όλα τα έργα, τα οποία υπάρχουν εις κάθε τόπον της κυριαρχίας του. Ω ψυχή μου, δοξολόγει πάντοτε τον Κυριον.
Κύριε, άκουσε και κάμε δεκτήν την προσευχήν μου. Ακουσε την ικετευτικήν παράκλησίν μου εν ονόματι της φιλαληθείας σου και των υποσχέσεων, που μας έχεις δώσει. Εισάκουσόν μου εν ονόματι της δικαιοσύνης σου, η οποία απαιτεί την προστασίαν του κάθε αθώου. Μη θελήσης όμως να προβής εις λεπτομερή εξέτασιν της ζωής εμού του δούλου σου, διότι κανείς από τους ζώντας ανθρώπους επί της γης δεν θα ευρεθή τελείως αθώος και αναμάρτητος ενώπιόν σου. Ακουσε, λοιπόν, Κυριε, το δίκαιον αίτημά μου, διότι εχθρός αδίστακτος με καταδιώκει ζητών να μου αφαιρέση την ζωήν. Με εποδοπάτησε κάτω στο χώμα, με εξηυτέλισε, με έχει καθίσει στο χείλος του τάφου. Με έχει οδηγήσει στο στόμα του σκοτεινού άδου, όπου ευρίσκονται οι από αρχαιότατα χρόνια νεκροί. Από τας βαρείας αυτάς θλίψεις έχει καταληφθή από αθυμίαν το πνεύμα μου. Η καρδία μου εντός μου συνεχώς ταράσσεται. Εις αυτήν την πολυώδυνον κατάστασιν ευρισκόμενος ενεθυμήθην παλαιάς ημέρας ειρήνης και ασφαλείας. Εβύθισα την σκέψιν μου εις τα έργα της ιδικής σου προστασίας, εμελέτησα καλώς τα έργα των χειρών σου. Από την μελέτην αυτήν τονωθείς εις την πίστιν και την ελπίδα προς σέ, ύψωσα ικετευτικάς τας χείράς μου προς σε και η ψυχή μου, ωσάν γη κατάξηρος, εζήτησε δρόσον και αναψυχήν από σέ. Οσον το δυνατόν ταχύτερον κάμε δεκτήν, Κυριε, την προσευχήν μου. Απέκαμα πλέον, ωλιγοψύχησε και κινδυνεύει να σβήση το πνεύμα μου. Μη γυρίσης αλλού το πρόσωπόν σου από εμέ. Διότι τότε θα ομοιάσω πλέον με τους νεκρούς, οι οποίοι κατεβαίνουν οριστικώς εις τον τάφον. Ευδόκησε, Κυριε, να ακούσω και να αισθανθώ λίαν πρωϊ, συντόμως, το έλεός σου, διότι εγώ εις σε μόνον έχω στηρίξει τας ελπίδας μου. Καμε γνωστήν εις εμέ, Κυριε, την οδόν, το άγιόν σου θέλημα, σύμφωνα προς το οποίον να ρυθμίσω την πορείαν της ζωής μου. Διότι προς σέ υψώνω και παραδίδω ολόκληρον την ψυχήν μου. Βγάλε με και ελευθέρωσέ με, Κυριε, από τους εχθρούς μου, διότι εγώ προς σε απ' αρχής και μέχρι σήμερον καταφεύγω. Διδαξέ με, ποίον είναι το θέλημά σου και δος μου την αγαθήν διάθεσιν να το εφαρμόζω πάντοτε, διότι συ είσαι ο Θεός μου. Το Πνεύμά σου το αγαθόν αυτό θα με οδηγήση εις την ευθείαν και ευάρεστον εις σε οδόν. Ενεκεν του ονόματός σου, που σημαίνει έλεος και αγάπην, θα περιφρουρήσης και θα παρατείνης την ζωήν μου. Εν τη δικαιοσύνη σου θα βγάλης την ψυχήν μου από την βαρείαν θλίψιν, που οι εχθροί μου έχουν επιφέρει. Με το έλεός σου αυτό, που θα δείξης προς εμέ, θα εξολοθρεύσης τους εχθρούς μου, θα καταστρέψης όλους εκείνους, οι οποίοι θλίβουν την ζωήν μου, διότι εγώ είμαι ιδικός σου δούλος.
Τον Σταυρό μας μπορούμε να τον κάνουμε στην αρχή και στο τέλος του Εξάψαλμου.
Σ' όλη όμως τη διάρκεια αυτού, ακόμη και στο μέσον του, όταν λέγουμε τα «Δόξα... Και νυν... Αλληλούια...» ΔΕΝ κάνουμε τον Σταυρό μας, αλλά παρακολουθούμε «εν πάση σιωπή και κατανύξει» τον Αναγνώστη, ο όποιος «μετ' ευλάβειας και φόβου Θεού», διαβάζει τον Εξάψαλμο.
Διότι ό χρόνος αυτός τής αναγνώσεως προεικονίζει το χρόνο τής Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου, κατά τη διάρκεια του οποίου με φόβο και τρόμο θα αναμένουμε την τελική κρίση Του για εμάς. Και, όπως τότε, έτσι και τώρα θα πρέπει σιωπώντες, όρθιοι, ακίνητοι, χωρίς μετακινήσεις και προπαντός, χωρίς τούς παραμικρούς θορύβους, να παρακολουθούμε την ανάγνωση αυτή.
(Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στις εσπερινές ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, οι οποίες είναι ό Όρθρος της επομένης. Διότι τότε, αφηρημένοι, μπαίνουμε στους Ναούς χωρίς να προσέχουμε, εάν εκείνη την ώρα διαβάζεται ο Εξάψαλμος. Σ' αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να παραμένουμε ακίνητοι στην είσοδο του Κυρίως Ναού και μετά το πέρας της αναγνώσεως να μετακινούμαστε για να καταλάβουμε τη θέση μας).
Γέροντα, γιατί δεν καθόµαστε στον Εξάψαλµο; - Γιατί συµβολίζει τήν Κρίση. Γι' αυτό, όταν διαβάζεται ό Εξάψαλµος, καλά είναι ό νους να πηγαίνη στην ώρα της Κρίσεως. Ό Εξάψαλµος έξι-έπτά λεπτά κρατά. Στην πρώτη στάση ούτε σταυρό δεν κάνουµε, γιατί ό Χριστός τώρα δεν θά ερθη γιά νά σταυρωθή, αλλά θά ερθη ώς Κριτής.